μεσότοιχο

μεσότοιχο
το (ΑΜ μεσότοιχον, Μ και μεσότοιχο)
βλ. μεσότοιχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποτειχίζω — ἀποτειχίζω (Α) Ι. 1. περιβάλλω πόλη ή τόπο με τείχος για οχύρωση ή αποκλεισμό 2. κρατώ μακριά, εμποδίζω κάποιον ή κάτι με οχυρωματικά τείχη 3. αποχωρίζω, χωρίζω II. ( ομαι) 1. ανεγείρω μεσότοιχο, τοίχο για διαχωρισμό 2. ανεγείρω οχυρώματα …   Dictionary of Greek

  • μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”